- βέβαια
- βέβαιοςfirmneut nom/voc/acc plβέβαιοςfirmneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεβαία — βεβαίᾱ , βέβαιος firm fem nom/voc/acc dual βεβαίᾱ , βέβαιος firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίᾳ — βεβαίᾱͅ , βέβαιος firm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βεβαία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον αδερφό της Σερβίλο στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, στα χρόνια του Τραϊανού. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Ιανουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας μαζί με τον… … Dictionary of Greek
βεβαίας — βεβαίᾱς , βέβαιος firm fem acc pl βεβαίᾱς , βέβαιος firm fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβαι' — βέβαια , βέβαιος firm neut nom/voc/acc pl βέβαια , βέβαιος firm neut nom/voc/acc pl βέβαιε , βέβαιος firm masc voc sg βέβαιε , βέβαιος firm masc/fem voc sg βέβαιαι , βέβαιος firm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίαι — βεβαίᾱͅ , βέβαιος firm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίαν — βεβαίᾱν , βέβαιος firm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ήτοι — (Α ἤτοι) (επεξηγηματικό μόριο = ἦ τοι) δηλαδή, με άλλα λόγια αρχ. 1. (βεβαιωτικό μόριο = ἦ τοι) βέβαια, αλήθεια, πράγματι 2. (συχνά ως μεταβατικό στην αρχή προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) τότε λοιπόν («ἤτοι ὅ γ ὥς εἰπὼν κατ ἄρ ἕζετο», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek